μίζα

μίζα
η
(λ. γαλλ.)
1. το ποσό που ορίζει κάποιος για να παίξει σε τυχερό παιχνίδι, η πόστα.
2. μερίδιο που παίρνει κανείς γιατί βοήθησε σε ύποπτη δουλειά: Παίρνει μίζα από το λαθρεμπόριο τσιγάρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίζα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,4 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,12. Διεθνώς ονομάζεται Misa 569. * * …   Dictionary of Greek

  • Коррупционный скандал с компанией «Siemens» в Греции — Политический скандал относительно коррумпированности и взяточничества разгорелся в 2008 году, когда были уличены подробности сотрудничества Siemens и правительства Греции во главе с премьер министром Костасом Симитисом в период подготовки к… …   Википедия

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εκκινητήρας — ο συσκευή με την οποία υποβοηθείται η εκκίνηση ή τίθεται σε λειτουργία ο κινητήρας με έκρηξη ή οι κινητήρες αντιδράσεως, η μίζα …   Dictionary of Greek

  • μίτζα — η βλ. μίζα …   Dictionary of Greek

  • μιζαδόρος — ο, θηλ. μιζαδόρα αυτός που παίρνει μίζες, μερίδια κέρδους, από ύποπτες επιχειρήσεις ή εκδουλεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίζα + κατάλ. δόρος (πρβλ. κομπινα δόρος, τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • miză — MÍZĂ, mize, s.f. Sumă de bani pe care o depune fiecare dintre participanţii la un joc de noroc şi care intră în posesiunea câştigătorului. ♦ fig. Ceea ce constituie obiectul unei dispute. – Din fr. mise. Trimis de LauraGellner, 19.07.2006. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”